- ἡγεμονεύοντα
- ἡγεμονεύωlead the waypres part act neut nom/voc/acc plἡγεμονεύωlead the waypres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
владычьствовати — ВЛАДЫЧЬСТВ|ОВАТИ (9), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Быть владыкой, господствовать, править: анастасиi... ц(с)рь... многы ѡ(т) правовѣрныхъ еп(с)пъ. въ велiкыхъ градѣхъ. вл(д)чствующихъ. ѡ(т) цр҃квъ нужею ѡ(т)гна. КР 1284, 8г; Не в худѣ бо. и не въ невѣдомѣ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Γρηγορίνης, Γεράσιμος — (Ληξούρι 1766 – 1824).Λόγιος και γιατρός. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην Κεφαλονιά και έπειτα φοίτησε σε σχολεία της Σμύρνης και της Πάτμου. Αργότερα δίδαξε στο Βουκουρέστι, ενώ παράλληλα ήταν δάσκαλος στην οικογένεια του ηγεμονεύοντα… … Dictionary of Greek